- ζυγιάζομαι
- ζυγιάζομαι, ζυγιάστηκα, ζυγιασμένος βλ. πίν. 36
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
ζυγίζω — και ζυγιάζω (Α ζυγίζω) [ζυγός] βρίσκω με τον ζυγό το βάρος ενός αντικειμένου και τό καθορίζω σε ορισμένα σταθμά, τό σταθμίζω («ζύγισέ μου το καρπούζι») νεοελλ. 1. εκτιμώ, κρίνω κάτι σε παραβολή με άλλα, αποδίδω σε κάτι την πρέπουσα σημασία 2.… … Dictionary of Greek
ζυγιάζω — (Α ζυγιάζω) 1. ζυγίζω, σταθμίζω 2. μτφ. κρίνω, συγκρίνω, εκτιμώ συγκρίνοντας («την ξενιτιά, την αρφανιά, την πίκρα, την αγάπη, τα τέσσερα τά ζύγιασαν, βαρύτερά ειν τα ξένα», δημ. τραγ.) 3. μέσ. ζυγιάζομαι και ζυγιέμαι α) ισορροπώ, αιωρούμαι, μένω … Dictionary of Greek
ζυγοστατώ — (AM ζυγοστατῶ, έω) [ζυγοστάτης] σταθμίζω με ζυγό, ζυγίζω μσν. 1. κάνω κάτι να ισορροπήσει 2. ελέγχω, κρίνω 3. βασανίζω στη σκέψη μου, σκέπτομαι βαθιά («τὰ ῥήματα τῇ διανοίᾳ ζυγοστατεῑν», Φώτ.) αρχ. 1. είμαι ζυγοστάτης, ζυγιστής 2. παθ.… … Dictionary of Greek
ζυγιάζω — ζύγιασα, ζυγιάστηκα, ζυγιασμένος 1. ζυγίζω. 2. εξισορροπώ: Δε ζύγιασες καλά το φόρτωμα του ζώου. – Ο αϊτός ζυγιάζει τα φτερά του. 3. παθ., ζυγιάζομαι αιωρούμαι στον αέρα με ανοιχτές και ακίνητες τις φτερούγες: Το γεράκι ζυγιάστηκε για λίγο ψηλά… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)